παδώ

παδώ
παδῶ, -άω (Α)
(δωρ. τ.) βλ. πηδώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πάδῳ — πάδος Prunus Mahaleb fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάδωι — πάδῳ , πάδος Prunus Mahaleb fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηδώ — πηδῶ, άω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. παδώ Α 1. τινάζομαι ψηλά, μετακινούμαι με άλμα από ένα σημείο σε άλλο (α. «πηδάνε, παίζουν και γλεντάν», δημ. τραγούδι β. «υψόσε ποσσὶν ἐπήδα», Ομ. Ιλ.) 2. περνώ με άλμα πάνω από κάτι (α. «πήδησα το χαντάκι» β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”